- κακομελετώ
- κακομελετάω 1. μετ.1) замышлять, задумывать что-л, недоброе; 2) предвещать, предсказывать что-л, плохое; 2. αμετ. быть злым пророком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακομελετώ — και κακομελετάω κακομελέτησα, βάζω κάτι κακό με το νου μου, λέω κάτι κακό για κάποιον: Με κακομελέτησε κι έπεσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακομελετώ — (Μ κακομελετῶ, άω) μελετώ ή λέγω ή βάζω στον νου κάποιο κακό, κάποια συμφορά, χρησιμοποιώ δυσοίωνες λέξεις σαν να προοιωνίζομαι μια συμφορά για κάποιον («μη μέ κακομελετάς») μσν. σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
κακομελετώ — κακομελετάω / κακομελετώ, κακομελέτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακομελετάω — / κακομελετώ, κακομελέτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής